Είχαμε κουραστεί. Δεν ήμασταν πολλοί, αλλά αρκετοί για να κατορθώσουμε αυτό που σχεδιάζαμε για χρόνια, αλλά δεν τολμούσαμε. Ζήσαμε πολλά… Ταξιδέψαμε στο Μεξικό για την Ημέρα των Νεκρών και παίξαμε κιθάρα σε σαλούν, πίνοντας τεκίλες και καβαλούσαμε Harley φεύγοντας κάθε ηλιοβασίλεμα προς άγνωστο προορισμό. Φωτογραφίσαμε πολλά UFOs ενώ κοιμόμασταν στην ύπαιθρο ακούγοντας το τραγούδι τον γρύλων και τους θρήνους των λύκων.
Είδαμε τους νεκρούς να ανασταίνονται και να μας θυμίζουν πως είχαν υποσχεθεί πως κάποτε θα γύριζαν. Περπατήσαμε στα Highlands της Σκοτίας και κυνηγήσαμε φαντάσματα, ενώ πριν γελάγαμε κάτω απ’ το ολόγιομο φεγγάρι της Κούβας μιλώντας για την επανάσταση που δεν θα γίνει ποτέ, καπνίζοντας πούρα Αβάνας. Βρεθήκαμε μεθυσμένοι στην Ιρλανδία υπό τον ήχο βιολιών και φλαoύτων γράφοντας τα πιο παράξενα ποιήματα και τραγουδώντας φωναχτά χωρίς να θυμόμαστε τα λόγια, πετώντας τα καπέλα μας στον αέρα. Είχαμε το θάρρος να φτάσουμε μέχρι το παλαιό θέατρο για να μάθουμε που κρύβεται το φάντασμα της όπερας και να παίξουμε νότες στο εκκλησιαστικό όργανο.
Είχαμε γευτεί χαρές, λύπες, πόνους και απολαύσεις. Ζήσαμε γιούνγκικους εφιάλτες και οι ινδιάνοι μας χάρισαν φυλαχτά για να μην μας διώξει το πνεύμα του Μεγάλου Μανιτού. Κι όμως…αυτή η κίνηση ήταν πολύ πιο τολμηρή, πολύ πιο συναρπαστική. Μέσα στο γκριζόλευκα αστικά δάση, σε δρόμους που οι ρακοσυλλέκτες ψάχνουν για άχρηστα -για άλλους- αντικείμενα, σε σοκάκια που οι γάτες μοιάζουν να νιαουρίζουν δαιμονικά έπρεπε να δράσουμε.
Να αποδείξουμε σε όσους δεν το είχαν καταλάβει ακόμη, ότι ζούμε σε μια προβολή από κάποιο σύστημα αρχαίας τεχνολογίας, πως είμαστε εγκλωβισμένοι σε μια κυψέλη από γυαλί και τσιμέντο. Οι περιπέτειες του παρελθόντος είχαν περάσει και αναζητούσαμε νέες. Ποιοι είμαστε εμείς βέβαια για να κάνουμε αυτή την κίνηση; Κι όμως κάποιος έπρεπε να το κάνει. Γιατί όλοι υπήρξαμε ταξιδευτές. Έστω και για μια στιγμή. Έχουμε χρέος να δικαιώσουμε όλους όσους υπήρξαν πριν από εμάς που τόλμησαν να σπάσουν την «Μαύρη Φυλακή» όπως θα έλεγε κι ο Philip Dick. Έτσι αφήσαμε ο καθένας το στενό και καταθλιπτικό του διαμέρισμα και βγήκαμε στον δρόμο. Δεν συναντηθήκαμε γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να μας δουν πολλούς και να κινήσουμε υποψίες. Κρυβόμασταν στις σκιές και όποιον τοίχο ή είσοδο πολυκατοικίας βλέπαμε γράφαμε με κόκκινο spray το μήνυμα: «ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΤΕ!»
Πολλοί θα μας θεωρήσουν τρελούς, άλλοι θα μας πουν «χασομέρηδες» και άλλοι «ταραξίες». Κάποια νύχτα ένας απ’ την ομάδα μας, την άτυπη «συμμορία» μας, ενώ έγραφε στην πόρτα μιας πολυκατοικίας, έτυχε να τον δει ο διαχειριστής της. Άρχισε να του φωνάζει. Όχι γιατί όπως μας είπε έγραφε, αλλά επειδή έγραφε την λέξη αυτή. Τον είχε μάλιστα ρωτήσει: «Έρχεσαι κάθε βράδυ και το γράφεις! Γιατί να δραπετεύσουν; Να πάνε που;»
Είναι κατάδικοι και δεν ξέρουν γιατί, ποιο είναι το έγκλημά τους. Ο Μακιαβέλι στον «Ηγεμόνα» είχε γράψει:«Να μην είσαι υπερβολικά κατανοητός. Οι περισσότεροι δεν εκτιμούν ότι καταλαβαίνουν, ενώ σέβονται ότι δεν αντιλαμβάνονται». Εμείς τι κίνητρο είχαμε να τα κάνουμε όλα αυτά; Αυτοί που έβρισκαν την πράξη μας ενοχλητική γιατί το έκαναν; Τι είδους εξουσία ήθελαν να ασκήσουν; Για λογαριασμό ποίου; Καταλάβαινε κανείς;
Το matrix ήλεγχε πολλά ανθρωπάκια εκεί έξω και πολλούς κουσταμάνθρωπους. Ήμασταν σίγουροι πως κάποιες λειτουργίες δεν μπορούσαν να αλλάξουν, όχι εύκολα τουλάχιστον. Είναι τα όπλα του Συστήματος. Ας πούμε, δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε τις στοιχειακές δυνάμεις της Φύσης. Ακόμα κι αν το καταφέρναμε, θα υπήρχε η Άγνοια να μας ποτίσει με ραθυμία, να πιστέψουμε πως όσα μάθαμε ήταν αρκετά. Η ίδια η Γνώση αποτελούσε παγίδα επίσης, καθώς κινδυνεύαμε να γίνουμε εξυπνάκηδες ή δογματικοί. Αν την ξεπερνούσαμε παραμόνευε η Βία, για να μας πείσει πως έπρεπε να ξοδέψουμε τις δυνάμεις μας σε άσκοπες αντιπαλότητες, ένας αρνητικός καταλύτης.
Ακόμη κι αν βρίσκαμε το κουράγιο ν’ αντισταθούμε, η Αμφιβολία θα μας έκοβε τα πόδια, θα μας έκανε να πιστέψουμε πως όλα είναι μάταια, ένας φαύλος κύκλος και πως καλύτερα είναι να σταματήσουμε. Το επόμενο σκαλοπάτι για να δοκιμαστούμε είναι η Εξουσία, το matrix θα μας κολάκευε με κάθε είδους υλική αμοιβή και δύναμη για να παίξουμε το παιχνίδι του. Έτσι θα τα ξεχνάγαμε όλα. Κι αν γλιτώναμε, η Τρέλα, η φρίκη που θα μας αποκάλυπτε το Σύστημα θα μας τρόμαζε. Ο Νίτσε έλεγε «όταν κοιτάς μέσα στο Χάος, το Χάος κοιτάζει μέσα σ’ εσένα». Είχαμε λοιπόν πολλές παγίδες ν' αντιμετωπίσουμε.
Δεν φοβηθήκαμε ωστόσο. Αρχίσαμε να οργανωνόμαστε καλύτερα. Μέσα στα αστικά τοπία με τα στοιχισμένα κουτιά και τις ψυχαναγκαστικές τελετουργίες, αποφασίσαμε να υιοθετήσουμε μια παραληρηματική οπτική. Κάναμε παρέες με αστυμάγους σε άλση, με καθηγητές που είναι αντιπαθείς στους πολλούς συναδέλφους τους, με σκιές σε ηλεκτρισμένα bar, με αναμαλλιασμένους φιλόσοφους που έγραφαν απαγορευμένες γνώσεις, με ξεχασμένους καλλιτέχνες σε βιβλιοθήκες.
Το είχαμε πάρει απόφαση…κάθε νύχτα, θα συνεχίζαμε να γράφουμε τα μηνύματά μας, δημιουργώντας πύλες. Ακόμη κι αν κάποιοι σαν τον διαχειριστή της πολυκατοικίας επέμεναν να μας τα σβήνουν το πρωί, εμείς θα ήμασταν εκεί πάλι το βράδυ, να τα γράψουμε με περισσότερο πείσμα.
0 coment�rios: